- κουρκουτεύω
- (συν. στην Κρήτη)1. τακτοποιώ τα διάφορα οικιακά σκεύη2. ανασκαλεύω3. αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. συνδέεται με τη λ. κουρκουτερά, ενώ με τις άλλες δύο σημ. προέρχεται πιθ. από τον τ. κουρκούτι].
Dictionary of Greek. 2013.